Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

απώστης

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108

Greek Monolingual

ἀπώστης) απωθώ
νεοελλ.
όργανο ή εξάρτημα που χρησιμεύει για απώθηση ή για απομάκρυνση
μσν.
αυτός που απομακρύνει, που διώχνει.