απώστης
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
Greek Monolingual
(Μ ἀπώστης) απωθώ
νεοελλ.
όργανο ή εξάρτημα που χρησιμεύει για απώθηση ή για απομάκρυνση
μσν.
αυτός που απομακρύνει, που διώχνει.