ἀρθροκηδής

Revision as of 10:49, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ές, limb-distressing, πόνοι Luc. Trag.15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρθροκηδής: -ές, ὁ τὰ ἄρθρα τοῦ σώματος λυμαινόμενος, ἀρθροκηδέσιν πόνοις Λουκ. Τραγῳδοποδάγρα 15.

Spanish (DGE)

-ές que afecta a las articulaciones πόνοι Luc.Trag.15.

Greek Monolingual

ἀρθροκηδής (-οῦς), -ές (Α)
ενοχλητικός στις αρθρώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρθρον + -κηδής < κήδος].