ἀρωματίτης
English (LSJ)
ου, ὁ, fem. ἀρωμᾰτ-ῖτις, ιδος, ἡ, = ἀρωματικός, οἶνος Id.5.54; σχοῖνος Str.16.2.16.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀρωματίτης: -ου, ὁ, -ῖτις, ιδος ἡ, = ἀρωματικός, ἀρωματίτης οἶνος Διοσκ. 5. 64.
Spanish (DGE)
-ου aromático οἶνος Dsc.5.54, κάλαμος Gal.11.405.