aromático
From LSJ
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
Spanish > Greek
ἀρωματίτης, ἀρωματώδης, ἀρωματοποιός, ἀρωματικός, ἀρωματῖτις
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
ἀρωματίτης, ἀρωματώδης, ἀρωματοποιός, ἀρωματικός, ἀρωματῖτις