ἀσπιδόδηκτος
English (LSJ)
ον, bitten by an adder or asp, Dsc.2.34, Vett.Val. 127.20, Gal.14.300.
German (Pape)
[Seite 373] von der Natter gebissen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπιδόδηκτος: -ον, ὁ δηχθεὶς ὑπὸ ἀσπίδος, Διοσκ. 2. 36.
Spanish (DGE)
-ον
picado por un áspid Dsc.2.34, Cyran.2.16.21, Gal.14.300, Vett.Val.121.10.
Greek Monolingual
ἀσπιδόδηκτος, -ον (Α)
αυτός που τον δάγκωσε ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + -δηκτος < δάκνω (πρβλ. άδηκτος, καρδιόδηκτος)].