ἀστρογείτων

Revision as of 10:51, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, gen. ονος, near the stars, κορυφαί A.Pr.721.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρογείτων: -ον, γεν. ονος, ὁ γειτνιάζων τοῖς ἀστράσι, ἀστρογείτονας… κορυφὰς Αἰσχύλ. Πρ. 721.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
voisin des astres.
Étymologie: ἄστρον, γείτων.

Spanish (DGE)

-ον gen. -ονος
vecino de las estrellas κορυφαί A.Pr.721, cf. Eust.1390.21.

Greek Monolingual

ἀστρογείτων, -ον (Α)
αυτός που γειτονεύει με τ' άστρα, ο πανύψηλος.

Greek Monotonic

ἀστρογείτων: -ον, γεν. -ονος, αυτός που βρίσκεται κοντά στα αστέρια, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀστρογείτων: 2, gen. ονος близкий к звездам, упирающийся в звезды (κορυφαί Aesch.).

Middle Liddell

near the stars, Aesch.

English (Woodhouse)

reaching the stars, towering to the stars