ἀτελεσφόρητος

Revision as of 10:51, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, not brought to accomphishment, Sm.Jb.31.40.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτελεσφόρητος: -ον, ὁ μὴ τελεσφορῶν, μὴ εὐδοκιμῶν, ἀτελής, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ. 249C, Σύμμ. 31, 40.

Spanish (DGE)

-ον
1 inaccesible Sm.Ib.31.40.
2 que no ha llegado a madurar καρπός Eus.Is.28.4, ἔμβρυον Gr.Nyss.Maced.101.12, σπέρμα Gr.Nyss.M.46.157C, κύημα Tz.Ep.74, ad Hes.11.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀτελεσφόρητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν τελεσφόρησε, που δεν πέτυχε τον σκοπό του, ατελέσφορος, μάταιος
αρχ.-μσν.
1. ο ανώριμος
2. εκείνος του οποίου διακόπηκε η ανάπτυξη ή η ωρίμανση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τελεσφορώ < τελεσφόρος «αποτελεσματικός»].