τελεσφορώ

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

Greek Monolingual

τελεσφορῶ, -έω, ΝΜΑ τελεσφόρος
νεοελλ.
(για ενέργεια) φέρνω σε αίσιο τέλος, φέρνω αποτέλεσμα, είμαι αποτελεσματικός (α. «οι προσπάθειές του τελεσφόρησαν» β. «το φάρμακο αυτό δεν είναι τελεσφόρο»)
μσν.-αρχ.
1. (για ζώα) κυοφορώ ώς το τέλος, διατηρώ το κύημα κανονικά ώς τον τοκετό («τελεσφορεῖν καὶ μὴ ἀποβάλλειν τὸ ἔμβρυον», Διοσκ.)
2. μέσ. τελεσφοροῦμαι, -έομαι
(για νεοσσούς) εκκολάπτομαι και φθάνω σε πλήρη ανάπτυξη («τῶν τελεσφορουμένων νεοττῶν», Γεωπ.)
αρχ.
1. (για δένδρο) φέρω, κρατώ τους καρπούς μου ώσπου να ωριμάσουν, ωριμάζω τους καρπούς μου («συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσι», ΚΔ)
2. κάνω κάτι να φτάσει στην ακμή του, στην κορύφωση του («ἔαρ ἐς κορυφὴν τελεσφορεῖ [νοῦσον]», Αρετ. Χρον.)
3. καταβάλλω φόρους
4. μέσ. α) (για καρπό) ωριμάζω
β) ολοκληρώνομαι, φθάνω στην τελειότητα («τὰ συλλαμβανόμενα ὑπὸ της τούτου ψυχῆς... πρὸς τὸν τῆς ὑστεροφημίας ὅλως μὴ τελεσφορούμενα χρόνον», λογγίν.).