ἀφύτευτος
English (LSJ)
[ῠ], ον, not planted, χῶρος X.Oec.20.22.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀφύτευτος: -ον, ὁ μὴ πεφυτευμένος, χῶρος Ξεν. Οἰκ. 20. 22.
Spanish (DGE)
-ον
1 no plantado χῶρος X.Oec.20.22, γῆ Hsch.H.Hom.6.2.12.
2 fig. poco implantado δυσμένεια Gr.Nyss.Ep.1.4.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀφύτευτος, -ον)
αυτός που δεν έχει φυτευθεί.
Russian (Dvoretsky)
ἀφύτευτος: (φῠ) не засаженный растениями (χῶρος Xen.).