Ἀσιατογενής

Revision as of 10:52, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ές, of Asian birth, A.Pers.12, Critias6.6D.

German (Pape)

[Seite 370] = Ἀσιαγενής, Aesch. Pers. 12.

Greek (Liddell-Scott)

Ἀσιᾱτογενής: -ές, Ἀσιαγενής, Ἀσιατικῆς καταγωγῆς, πᾶσα ἰσχὺς Ἀσιατογενὴς ᾤχωκε Αἰσχύλ. Πέρσ. 12.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
originaire d'Asie, asiatique.
Étymologie: Ἀσία, γένος.

Spanish (DGE)

(Ἀσιᾱτογενής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
originario de Asia ἰσχύς A.Pers.12, Λυδὴ χείρ Critias Eleg.4.5.

Greek Monotonic

Ἀσιᾱτογενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που έχει Ασιατική καταγωγή, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

Ἀσιᾱτογενής: Aesch. = Ἀσιαγενής.

Middle Liddell

γίγνομαι
of Asian birth, Aesch.