ἡμερόπιτυς
English (LSJ)
υος, ἡ, cultivated pine, Hsch. s.v. μήκωνες.
German (Pape)
[Seite 1166] υος, ἡ, zahme Fichte, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
ἡμερόπιτυς, -ίτυος, ἡ (Α)
καλλιεργημένο, ήμερο πεύκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + πίτυς «πεύκο»].