ἥμερος

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἥμερος Medium diacritics: ἥμερος Low diacritics: ήμερος Capitals: ΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: hḗmeros Transliteration B: hēmeros Transliteration C: imeros Beta Code: h(/meros

English (LSJ)

Dor. ἅμερος, in codd. of Pi. (v. infr.) and A. (v. infr.), but ἥμερος Tab.Heracl.1.172, ον, also α, ον Hdt.5.82, Pi.N.9.44, etc. (v. infr. ΙΙ).
1 tame, of animals, χῆνα φέρων . . ἥμερον ἐξ αὐλῆς Od.15.162; ἥ. ζῷα Pl.Phdr.260b; κρέα θήρεια καὶ τῶν ἡ. X.Cyr.1.3.6.
2 of plants and trees, cultivated, ἐλαίη Hdt.5.82; δένδρεα Id.4.21,8. 115; καρπός Pl.Criti.115a, cf. Ti.77b; τροφή, of corn, Corn.ND 2.
3 of countries, cultivated, reclaimed, ἡμερωτέρη χώρη Hp.Aër. 12; so ἡμερώταται ὁδοί = smooth, easy roads, Pl.Lg.761a.
4 of men, civilized, gentle, Hdt.2.30 (Comp.), Pi.P.1.71,3.6; ἄνδρες οὕτως ἥμεροι καὶ φιλάνθρωποι D.21.49, cf. Phld.Ir.p.88W. (Sup.); ἁμέροις χερσίν, αἰὼν ἁ., Pi.N.8.3, 9.44; οἶκος ἅμερος ἀστοῖς Id.O.13.2; so of a lion, ἐν βιότου προτελείοις ἅμερον A.Ag.721; κρατηθεὶς ἡμερώτερος φανεῖ ib.1632, cf. Pl.Prt.326b, Isoc.9.67. Adv. ἡμέρως = graciously, politely Plb.5.54.9: Comp. ἡμερωτέρως Pl.Lg.867d: Sup. ἡμερώτατα D.C.57.18.
5 Medic., of tumours, benign, opp. κακοήθης, Leonid. ap. Aët.15.5.
II Ἡμέρα, ἡ, title of Artemis in Arcadia, B.10.39, Call.Dian.236, IG5(2).398 (Lusi).

German (Pape)

[Seite 1166] ον (selten 3 Endgn, wie Pind. N. 9, 44 Her. 5, 82), zahm, gezähmt; von Tieren, im Gegensatz zum wilden Naturzustande; χῆνα ἥμερον Od. 15, 161; ζῷον Plat. Soph. 222 b; θηρία Rep. IX, 588 c; Gegensatz ἄγριος, Polit. 264 a, öfter; πολλὰ καὶ θήρεια (κρέα) καὶ τῶν ἡμέρων Xen. Cyr. 1, 3, 6; Gegensatz ἀτίθασσα ζῷα, Hdn. 5, 6, 21; τὰ ἥμερα, Hausthiere. – Eben so von Pflanzen und Bäumen, die der Mensch gezogen und veredelt hat; ἐλαίη, Her. 5, 82; δένδρα, Gegensatz ἄγριος, 4, 51. 8, 115; δένδρα Plat. Tim. 77 a; καρπός Critia. 115 a; τὰ ἥμεραXen. Cyn. 5, 5. - Übertr. von Menschen, milde, sanft; οἶκος Pind. P. 1, 71; ἀστοῖς Ol. 13, 2; τέκτων P. 3, 6; ἅμερον, εὐφιλόπαιδα, Aesch. Ag. 703; κρατηθεὶς δ' ἡμερώτερος φανεῖ 1615; ἄνθρωποι ἥμεροι καὶ φιλάνθρωποι τοὺς τρόπους Dem. 21, 49; Sp., καὶ πρᾷος Hdn. 2, 4, 2; Artemis heißt ἡμέρη, οὕνεκα θυμὸν ἀπ' ἄγριον εἵλετο παίδων Callim. Dian. 236. Vgl. ἡμερήσιος. – Ἡμερώταται ὁδοί Plat. Legg. VI, 761 a, geebnete, gebahnte Wege, oder von wilden Tieren, Räubern u. dgl. gereinigt. – Adv. ἡμέρως, χρῆσθαι πᾶσι, mild umgehen mit Allen, Pol. 5, 54, 9; ἡμερωτέρως Plat. Legg. IX, 867 d; Plut. Alex. 49.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
apprivoisé :
1 en parl. d'animaux non sauvage, domestique ; τὰ ἥμερα XÉN les animaux apprivoisés ou les animaux domestiques;
2 en parl. d'arbres, de plantes cultivé;
3 en parl. d'hommes de mœurs cultivées, civilisé, doux, poli;
Cp. ἡμερώτερος, Sp. ἡμερώτατος.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Russian (Dvoretsky)

ἥμερος: дор. ἅμερος 2, редко 3 (ᾱ)
1 прирученный, ручной, домашний (χήν Hom.; ζῷα Plat., Arst., Plut.; ἀγέλαι Plat.);
2 возделываемый, взращенный человеком, культурный (ἐλαίη, δένορεα Her.; καρπός Plat.; φυτά Arst.);
3 упорядоченный, содержащийся в порядке, удобный (ὁδοί Plat.);
4 воспитанный, культурный, учтивый (ἄνδρες Her., Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ἥμερος: Δωρ. ἅμ-, ον, Ἡρόδ. 5. 82, Πίνδ. Ν. 9. 100· (ἴδε περὶ τὸ τέλ.)· - ἀντίθ. ἄγριος. 1) ἥμερος, ἡμερωμένος, Λατ. mansuetus, ἐπὶ ζῴων, χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς Ὀδ. Ο. 162· ἥμερα ζῷα, ἥμ. ἀγέλαι, κτλ., Πλάτ. Φαίδρ. 260Β, κτλ.· οὕτω, τὰ ἥμερα μόνον, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 6. 2) ἐπὶ φυτῶν, καλλιεργημένος, Λατ. sativus, ἐλαίη Ἡρόδ. 5. 82· δένδρεα ὁ αὐτ. 4. 21., 8. 115· καρπός Πλάτ. Κριτί. 115Α· οὕτω, τά ἥμερα μόνον, ὁ αὐτ. Τιμ. 77Β· πρβλ. ἡμερίς. 3) ἐπί γαιῶν, καλλιεργημένος, γενόμενος εὔφορος, ἡμερωτέρα χώρα Ἱππ. Ἀερ. 288· οὕτως, ἡμερώταται ὁδοί, καλαί, ἥσυχοι (πρβλ. ἡμερόω), Πλάτ. Νόμ. 761 Α. 4) ἐπί ἀνθρώπων, ἥμερος, πρᾶος. Λατ. mansuetus, çivilis, Ἡρόδ. 2. 30, Πίνδ. Π. 1. 136., 3. 12· ἄνδρες οὕτως ἥμεροι και φιλάνθρωποι Δημ. 530. 6· ἁμέροις χερσίν, αἰών ἅμερος Πίνδ. Ν. 8. 4., 9. 106· ἅμερος ἀστοῖς Ο. 13. 2· οὕτως ἐπί λέοντος, ἐν βιότου προτελείοις ἅμερον Αἰσχύλ. Ἀγ. 721· ἡμερώτερος αὐτόθι 1632, Ἡροδ. 2. 30. - Ἐπίρρ. -ρως, Πολύβ. 5. 54, 9· συγκρ. -ωτέρως, Πλάτ. Νόμ. 867D· ὑπερθ. -ώτατα. Δίων Κ. 58, 18. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς το ἧμαι, ὥστε ἡ πρώτη σημασία θὰ εἶνε: καθήμενος, ἥσυχος).

English (Slater)

ἥμερος, -α -ον (ἅμερ- codd., hyperdorismum agnovit Schr.: v. Forssman, 41ff.)
   a calm, quiet λίσσομαι νεῦσον, Κρονίων, ἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ἀλαλατὸς ἔχῃ (P. 1.71) ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ τελέθει πρὸς γῆρας αἰὼν ἡμέρα (N. 9.44)
   b gentle, kind τέκτονα νωδυνίας ἥμερον γυιαρκέος Ἀσκλαπιόν (P. 3.6) ὥρα πότνια, τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις ἕτερον δὲ ἑτέραις (v.l. ἁμάρας.) (N. 8.3) c. dat., τρισολυμπιονίκαν ἐπαινέων οἶκον ἥμερον ἀστοῖς (O. 13.2)
   c low, soft γαρυέμεν ἡμέρᾳ ὀπί (Benedictus: θαμερᾶ, θεμερᾶ codd.) (N. 7.83)

Spanish

benigno

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἥμερος, -ον, Α θηλ. και ἡμερα, δωρ. τ. ἅμερος, -ον)
1. (για ζώα) ο εξημερωμένος από τον άνθρωπο (α. «ήμερα σκυλιά» β. «χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς», Ομ. Οδ.)
2. (για φυτά) ο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο («ξύλου ἡμερης ἐλαίης», Ηρόδ.)
3. χαρακτηρισμός πολλών φυτών που μπορούν να τρώγονται από τον άνθρωπο ή από τα ζώα («ήμερα ραδίκια»)
4. (για τόπο) ο καλλιεργημένος, ο εκχερσωμένος, ο οργωμένος
5. (για πρόσ. και ζώα) πράος στον χαρακτήρα, άκακος (α. «ήμερος όχλος», Κάλβ.
β. «ἄνθρωποι ἥμεροι καὶ φιλάνθρωποι τοὺς τρόπους», Δημοσθ.)
νεοελλ.
1. (για ψυχικές εκδηλώσεις ή εκφράσεις) μαλακός, ήπιοςήμερος τρόπος»)
2. (για τόπο) κατοικημένος
3. παροιμ. «ήρθαν τ' άγρια να διώξουν τα ήμερα» — για κάποιον που επιδιώκει θέση ή αξίωμα ή δικαιώματα προσπαθώντας να επιβληθεί σε άλλον, ο οποίος έχει πράγματι περισσότερα δικαιώματα
(νεοελλ-μσν.) το ουδ. ως ουσ. το ήμερο(ν)
η πραότητα, η γλυκύτητα, η καλοσύνη
μσν.
1. ταπεινός, υποταγμένος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) μτφ. τὰ ἥμερα
τα αξιόλογα («μήν χάσωμεν τὰ ἥμερα διὰ τὰ ἄγρια»)
αρχ.
1. (για τόπο) επίπεδος, ομαλός («ὁδῶν τε ἐπιμελούμενος, ὅπως... ἡμερώταται... γίγνωνται», Πλάτ.)
2. ιατρ. (για όγκο) καλοήθης
3. (ως κύριον όν.) ἡ Ἡμερα
επίθετο της Αρτέμιδος στην Αρκαδία.
επίρρ...
ημέρως και ήμερα (AM ἡμέρως, Μ και ήμερα)
με ήμερο τρόπο, με πραότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με το αρχ. ινδ. yamati «δαμάζω» είναι σημασιολογικώς δυσχερής. Άλλες υποθέσεις, όπως η σύνδεση με το αρχ. ινδ. sāntvam «γλυκύτητα πραότητα» και το νέο άνω γερμ. janft «γλυκύς, πράος» ή το αρχ. άνω γερμ. jamar «λυπημένος», παρουσιάζουν επίσης σοβαρά προβλήματα.
ΠΑΡ. ημερότης, ημερώ
αρχ.
ημερία, ημερίς
νεοελλ.
ημεράδα, ημεράδι, ημέρευμα, ημερεύω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ημερόδρυς, ημεροθαλλής, ημεροθηρικός, ημεροπευτής, ημερόπιτυς, ημεροποιός, ημεροποιώ, ημεροτοκώ, ημερόφυλλος
(μσν) ημερόχειρος
(μσν-νεοελλ.) ημερόδενδρος. (Β' συνθετικό ανήμερος)].

Greek Monotonic

ἥμερος: Δωρ. ἅμ-, -ον και , -ον,
1. ήμερος, τιθασευμένος, εξημερωμένος, Λατ. mansuetus· λέγεται για τα ζώα, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.· ομοίως, τὰ ἥμερα μόνο, σε Ξεν.
2. λέγεται για φυτά και δέντρα, καλλιεργημένος, Λατ. sativus, σε Ηρόδ. κ.λπ.·
3. λέγεται για ανθρώπους, ήμερος, πράος, εξευγενισμένος, πολιτισμένος, στον ίδ., σε Δημ.· με παρόμοια σημασία λέγεται για το λιοντάρι, σε Αισχύλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: tame, cultivated (ο 162, also Tab. Herakl. 1, 172; codd. Pi. and A. wrongly ἅμ-).
Compounds: Negated ἀν-ήμερος uncultivated, raw, wild (A., hell.); functions as verbal adj. to ἡμερόω, Frisk Adj. priv. 12f. As 1. member in ἡμερό-φυλλος "with improved leaves", improved (ἐλαία; Isyll. 20).
Derivatives: ἡμερίς (sc. ἄμπελος) improved vine (ε 69 ) with ἡμερίδης regarding the ἡμερίς (οἶνος, Διόνυσος; Plu.); ἡμερότης tameness, gentleness, cultivation (IA), ἡμερία id. (pap.); denomin. verb ἡμερόω tame, cultivate, improve (IA.) with ἡμέρ-ωσις improvement, cultivation (Thphr., D. S.), -ωμα cultivated plant (Thphr.; cf. Chantraine Formation 186f.), -ωτής tamer (Max. Tyr.). On the accent cf. ἐλεύθερος; like this (: ἄγριος) expressing an opposition.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Several hypotheses: to Skt. yámati tame, subdue; to Skt. sāntvam n. gentleness, NHG sanft etc. (Froehde BB. 21, 324f., Pedersen Symb. phil. Danielsson 267); to a Westgerm. word for sad, sorrowfull, OHG jāmar etc. (Solmsen KZ 32, 147). - ἅμερος hyperdoric (Forssman Unt. z. Spr. Pindars 41ff; Bonfante denies that it is hyperdor. Riv. di Filologia 99 (1971) 68..

Middle Liddell

1. tame, tamed, reclaimed, Lat. mansuetus, of animals, Od., Plat.; so, τὰ ἥμερα alone, Xen.
2. of plants and trees, cultivated, Lat. sativus, Hdt., etc.
3. of men, civilised, gentle, Hdt., Dem.; so of a lion, Aesch.

Frisk Etymology German

ἥμερος: {hḗmeros}
Meaning: zahm, gezähmt, gesittigt, veredelt (seit ο 162, auch Tab. Herakl. 1, 172; codd. Pi. und A. falsch ἅμ-).
Composita : Negiert ἀνήμερος unkultiviert, roh, wild (A., hell. und spät); fungiert als Verbaladj. zu ἡμερόω, Frisk Adj. priv. 12f. Als Vorderglied in ἡμερόφυλλος "mit veredelten Blättern", veredelt (ἐλαία; Isyll. 20).
Derivative: Ableitungen: ἡμερίς (sc. ἄμπελος) ‘veredelter Weinstock (ε 69 usw.) mit ἡμερίδης [[auf die ἡμερίς bezüglich]] (οἶνος, Διόνυσος; Plu.); ἡμερότης Zahmheit, Milde, Urbarmachung (ion. att.), ἡμερία ib. (Pap.); denominatives Verb ἡμερόω zähmen, unterwerfen, kultivieren, veredeln (ion. att.) mit ἡμέρωσις Veredlung, Urbarmachung (Thphr., D. S. u. a.), -ωμα kultivierte Pflanze (Thphr.; vgl. Chantraine Formation 186f.), -ωτής Zähmer (Max. Tyr.). Zum Akzent vgl. ἐλεύθερος; wie dies einen Gegensatz (: ἄγριος) ausdrückend.
Etymology : Mehrere hypothetische Deutungsvorschlage: zu aind. yámati bezwingen, bändigen (WP. 1, 207); zu aind. sāntvam n. Milde, nhd. sanft usw. (Froehde BB. 21, 324f., Pedersen Symb. phil. Danielsson 267); zu einem westgerm. Wort für traurig, kummervoll, ahd. jāmar usw. (Solmsen KZ 32, 147).
Page 1,635-636

Mantoulidis Etymological

(=ἡμερωμένος). Ἀπό πρωταρχικό ἡ (τοῦ ἧμαι), ὥστε ἡ πρώτη σημασία τοῦ ἥμερος (=ἥσυχος):
Παράγωγα: ἡμερώω-ῶ (=ἐξημερώνω), ἡμερότης, ἡμέρωσις, ἡμερωτής, ἡμέρωμα, ἡμερωμός, ἐξημέρωσις.

Léxico de magia

-ον benigno de Selene ἐνεύχομαί σοι ... ἁγία, ἡμέρη a ti te suplico, sagrada, benigna P IV 2282

Translations

tame

Arabic: أَلِيف‎; Armenian: ընտանի; Azerbaijani: əhli, əhliləşmiş; Bikol Central: magaro; Bulgarian: питомен; Catalan: mans; Chinese Mandarin: 馴服的, 驯服的; Czech: krotký; Danish: tam; Dutch: tam; Esperanto: malsovaĝa; Faroese: tamur; Finnish: kesy; French: apprivoisé; Galician: dócil, manso; Georgian: მორჩილი, მოთვინიერებული, მოშინაურებული, გამგონი, თვინიერი, შეჩვეული; German: zahm; Alemannic German: zam; Greek: ήμερος; Ancient Greek: ἅμερος, ἥμερος, κτίλος; Hawaiian: laka; Hebrew: מאולף / מְאֻלָּף‎; Hungarian: szelíd; Icelandic: taminn, gæfur, spakur; Indonesian: jinak; Italian: addomesticato, domato; Japanese: 飼いならされた; Khmer: ផ្សាំង; Korean: 길들인; Latin: mansues, mansuetus, cicur; Low German: tamm, tahm; Luxembourgish: zam; Malay: jinak; Meänkieli: alju; Norwegian: tam; Old English: tam; Polish: oswojony; Portuguese: domesticado; Russian: приручённый, ручной; Scottish Gaelic: ceannsaichte; Serbo-Croatian Cyrillic: пѝтом; Roman: pìtom; Slovene: krotek; Spanish: domesticado, manso; Swedish: tam; Tagalog: maamo; Telugu: మచ్చిక; Thai: เชื่อง; Turkish: adamcıl; Welsh: swci

gentle

Azerbaijani: zərif; Belarusian: высакародны, ласкавы; Bulgarian: благороден, любезен, приветлив, дружелюбен, мил; Chinese Mandarin: 斯文; Czech: něžný, přívětivý, laskavý; Dutch: lieflijk; Finnish: herttainen, kiltti; French: gentil; Galician: xentil; Georgian: რბილი, ფაქიზი, ნაზი, სათუთი, მოსიყვარულე, მეგობრული, გულკეთილი; German: liebenswürdig; Gothic: 𐌵𐌰𐌹𐍂𐍂𐌿𐍃; Ancient Greek: ἤπιος, πραΰς, προσηνής; Hindi: सज्जन; Irish: mín; Italian: gentile; Japanese: 優しい; Latin: lenis; Maori: ngākau mōwai, hūmārie; Norman: bénîn; Old English: bilewit; Plautdietsch: saunft; Polish: łagodny, delikatny, miły; Portuguese: gentil; Russian: благородный, любезный, нежный, ласковый, приветливый, дружелюбный, добродушный, милый; Slovak: nežný, prívetivý, láskavý; Spanish: tierno; Turkish: şefkatli; Ukrainian: люб'язний, ласкавий, благородний, ні́жний; Welsh: tyner