ἡρμοσμένως

Revision as of 10:54, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass., (ἁρμόζω) fitly, D.S.17.19.

German (Pape)

[Seite 1176] passend, schicklich, D. Sic. 17, 19, öfter in Schol.

Greek (Liddell-Scott)

ἡρμοσμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἁρμόζω, ἁρμοδίως, προσφυῶς, Διόδ. 17. 19.

Greek Monolingual

ἡρμοσμένως (Α)
επίρρ. επιτήδεια, αρμόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μτχ. μεσοπαθ. παρακμ. ηρμοσμένος του αρμόζω].

Russian (Dvoretsky)

ἡρμοσμένως: ἁρμόττω надлежащим образом, как следует (τὴν δύναμιν ἐκτάξαι πρὸς τὸν ἀγῶνα Diod.).