ἰοπλόκαμος

Revision as of 10:54, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, with dark locks, Μοῖσαι Pi.P.1.1,cf. Simon.18.

German (Pape)

[Seite 1256] veilchen-, d. i. dunkellockig, Μοῖσα Pind. P. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἰοπλόκᾰμος: -ον, ἔχων ἰοειδεῖς, μέλανας πλοκάμους, ἰοπλοκάμων Μοισᾶν Πινδ. Π. 1. 2, Σιμωνίδ. 21.

English (Slater)

ῐοπλόκᾰμος, -ον
   1 with violet hair ἰοπλοκάμων Μοισᾶν (P. 1.1)

Greek Monolingual

ἰοπλόκαμος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκούρες πλεξούδες, πλοκάμους με χρώμα ίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -πλόκαμος (< πλόκαμος), πρβλ. απαλοπλόκαμος.

Russian (Dvoretsky)

ἰοπλόκᾰμος: (ῐ) с иссиня-черными волосами, темноволосый (Μοῖσα Pind.).