ἰσμή

Revision as of 10:54, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, (οἶδα, ἴσμεν) knowledge, Hsch.

Greek Monolingual

ἴσμη (κώδ. ἰσμή), ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πρόφασις, σύνεσις, φρόνησις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴδ-μη
η λ. σχηματίστηκε από τη μηδενισμένη βαθμίδα ἰδ- του ρ. οἶδα].