ἰσοπερίμετρος

Revision as of 10:54, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, of equal perimeter, Damian.Opt.3, Hero *Deff.82, Procl.in Ti.2.71 D., al.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοπερίμετρος: -ον, ἔχων ἴσην περίμετρον, Συνέσ. 71C, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 162.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσοπερίμετρος, -ον)
αυτός που έχει ίση περίμετρο («ισοπερίμετρα σχήματα» — επίπεδα σχήματα που έχουν την ίδια περίμετρο).