περίμετρο

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek Monolingual

το / περίμετρον, ΝΑ
νεοελλ.
συσκευή η οποία αποτελείται κατά βάση από ένα τόξο κύκλου ακτίνας 30 εκατοστομέτρων κινούμενο περί τον άξονά του και που χρησιμεύει για μέτρηση του οπτικού πεδίου
αρχ.
η περίμετρος («σταδίων γοῦν ἦν αὓτη ἑξήκοντα τὸ περίμετρον» — και είχε λοιπόν αυτή περίμετρο εξήντα σταδίων, Αριστοτ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. perimetre (< περι- + μέτρο)].