ἱεροδόκος

Revision as of 10:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, receiving sacrifices, or ἱερόδοκος, received in temples, A.Supp.363 (lyr., dub. l.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροδόκος: -ον, δεχόμενος θυσίας, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 363.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reçoit les sacrifices.
Étymologie: ἱερός, δέχομαι.

Greek Monolingual

ἱεροδόκος, -ον (Α)
αυτός που δέχεται θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -δοκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενοδόκος, σμηνοδόκος.

Russian (Dvoretsky)

ἱεροδόκος: получаемый в виде жертвы (θεῶν λήμματα Aesch.).