ἱππόφλομος

Revision as of 10:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ὁ, giant φλόμος, i.e. belladonna, Atropa belladonna, Plin.HN25.148.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππόφλομος: ὁ, εἶδος μεγάλου φλόμου (verbascum), Πλίν. 25. 94.

Greek Monolingual

ἱππόφλομος, ὁ (Α)
το φυτό άτροπος η δελεαστική, είδος μεγάλου φλόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + φλόμος «το φυτό βερμπάσκον»].