άτροπος
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄτροπος, -ον)
αυτός που δεν έχει καλούς τρόπους, που συμπεριφέρεται με απρέπεια
νεοελλ.
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με κυριότερο είδος την Atropa belladonna (μπελαντόνα), που περιέχει πολύτιμες φαρμακευτικές ουσίες
αρχ.
1. αμετάτρεπτος, αμετάβλητος
2. άκαμπτος, αδυσώπητος
3. (για γη) ακαλλιέργητος
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἄτροπος
η μία από τις τρεις Μοίρες
5. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἄτρεπτα
το πεπρωμένο.