ὀγδοηκοστός

Revision as of 10:56, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ή, όν, eightieth, Id.Epid.1.3, Th.1.12, etc.

German (Pape)

[Seite 290] der achtzigste, Thuc. 1, 22 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ὀγδοηκοστός: -ή, -όν, ὡς και νῦν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄ 941, Θουκ. 1. 22, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
quatre-vingtième.
Étymologie: ὀγδοήκοντα.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀγδοηκοστός, -ή, -όν)
(τακτικό αριθμτ.) αυτός που φέρει κατά αριθμητική σειρά τον αριθμό ογδόντα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ογδοηκοστό
καθένα από τα ογδόντα ίσα μέρη ενός όλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοήκο-ντα + -στός (πρβλ. εβδομηκο-στός, εξηκο-στός)].

Greek Monotonic

ὀγδοηκοστός: -ή, -όν (ὀγδοήκοντα), ογδοηκοστός, σε Θουκ., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ὀγδοηκοστός: восьмидесятый Thuc.

Middle Liddell

ὀγδοηκοστός, ή, όν ὀγδοήκοντα
eightieth, Thuc., etc.