ὀγδοηκοστός
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
English (LSJ)
ὀγδοηκοστή, ὀγδοηκοστόν, eightieth, Id.Epid.1.3, Th.1.12, etc.
German (Pape)
[Seite 290] der achtzigste, Thuc. 1, 22 u. A.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
quatre-vingtième.
Étymologie: ὀγδοήκοντα.
Russian (Dvoretsky)
ὀγδοηκοστός: восьмидесятый Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
ὀγδοηκοστός: -ή, -όν, ὡς και νῦν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄ 941, Θουκ. 1. 22, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ὀγδοηκοστός, -ή, -όν)
(τακτικό αριθμτ.) αυτός που φέρει κατά αριθμητική σειρά τον αριθμό ογδόντα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ογδοηκοστό
καθένα από τα ογδόντα ίσα μέρη ενός όλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοήκο-ντα + -στός (πρβλ. εβδομηκοστός, εξηκοστός)].
Greek Monotonic
ὀγδοηκοστός: -ή, -όν (ὀγδοήκοντα), ογδοηκοστός, σε Θουκ., κ.λπ.
Middle Liddell
ὀγδοηκοστός, ή, όν ὀγδοήκοντα
eightieth, Thuc., etc.