ὀγδοηκοστός

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀγδοηκοστός Medium diacritics: ὀγδοηκοστός Low diacritics: ογδοηκοστός Capitals: ΟΓΔΟΗΚΟΣΤΟΣ
Transliteration A: ogdoēkostós Transliteration B: ogdoēkostos Transliteration C: ogdoikostos Beta Code: o)gdohkosto/s

English (LSJ)

ὀγδοηκοστή, ὀγδοηκοστόν, eightieth, Id.Epid.1.3, Th.1.12, etc.

German (Pape)

[Seite 290] der achtzigste, Thuc. 1, 22 u. A.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
quatre-vingtième.
Étymologie: ὀγδοήκοντα.

Russian (Dvoretsky)

ὀγδοηκοστός: восьмидесятый Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀγδοηκοστός: -ή, -όν, ὡς και νῦν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄ 941, Θουκ. 1. 22, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀγδοηκοστός, -ή, -όν)
(τακτικό αριθμτ.) αυτός που φέρει κατά αριθμητική σειρά τον αριθμό ογδόντα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ογδοηκοστό
καθένα από τα ογδόντα ίσα μέρη ενός όλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοήκο-ντα + -στός (πρβλ. εβδομηκοστός, εξηκοστός)].

Greek Monotonic

ὀγδοηκοστός: -ή, -όν (ὀγδοήκοντα), ογδοηκοστός, σε Θουκ., κ.λπ.

Middle Liddell

ὀγδοηκοστός, ή, όν ὀγδοήκοντα
eightieth, Thuc., etc.

Lexicon Thucydideum

octogesimus, eightieth, 1.12.3, 2.19.1.