ὀρθόκωλος

Revision as of 10:57, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, with limbs fixed in extended position, ib.623; ἵπποι τὰ γόνατα ἔχοντες σκληρὰ καὶ ὅμοια τοῖς ὀρθοκοίλοις (sic) Hippiatr.115.

German (Pape)

[Seite 375] mit graden, steifgewordenen Gliedern, die nicht mehr gekrümmt werden können, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόκωλος: -ον, ὁ ἔχων ὀρθά, σκληρὰ μέλη, Γαλην.

Greek Monolingual

ὀρθόκωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει άκαμπτα, τεντωμένα σκέλη, ορθόκυλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κωλος (< κῶλον «σκέλος»), πρβλ. μακρό-κωλος].