ἱπποβάτης
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,
A horseman, A.Pers.26 (anap.). II ἱ. ἵππος or ὄνος, stallion, Str.8.8.1, Hippiatr.14; cf. ἱπποβότης.
[ᾰ], ου, ὁ,
A horseman, A.Pers.26 (anap.). II ἱ. ἵππος or ὄνος, stallion, Str.8.8.1, Hippiatr.14; cf. ἱπποβότης.