ἱπποβότης
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
English (LSJ)
ἱπποβότου, ὁ, (βόσκω)
A feeder of horses, Ἀτρεύς E.Or.1000 (lyr., but prob. ἱπποβώτα), IA1059 (but prob. ἱπποβάτας).
II ἱπποβόται, οἱ, at Chalcis in Euboea a social class (cf. ἱππεύς ΙΙ), Knights, Hdt.5.77, 6.100; ἡ ἱπποβοτῶν πολιτεία Arist.Fr.603.
German (Pape)
[Seite 1259] ὁ, Rossenährer, Ἀτρεύς, Eur. Or. 995 I. A. 1059; so hießen in Chalkis auf Euböa die Aristokraten, weil sie sich Pferde hielten, Her. 5, 77. 6, 100. 7, 155; vgl. Plut. Pericl. 23.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui nourrit ou élève des chevaux ; οἱ ἱπποβόται HDT les éleveurs de chevaux, càd les nobles ; οἱ Ἱπποβόται les Hippobotes, nobles d'Érétrie.
Étymologie: ἵππος, βόσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἱπποβότης: ου ὁ разводящий коней, коневод (Ἀτρεύς Eur.): οἱ ἱπποβόται Her., Arst., Plut. гиппоботы (класс крупных землевладельцев в Халкиде - Эвбея).
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποβότης: -ου, ὁ, (βόσκω) ὁ τρέφων ἵππους, Ἀτρεὺς Εὐρ. Ὀρ. 1000, Ι. Α. 1059. ΙΙ. οἱ ἱπποβόται ἐν Χαλκίδι τῆς Εὐβοίας ἦσαν τάξις πολιτῶν, ὡς οἱ ἱππεῖς, Λατ. Equites, οἱ ἱππόται, εὐγενεῖς, Ἡρόδ. 5. 77., 6. 100· ἡ ἱπποβοτῶν πολιτεία Ἀριστ. Ἀποσπ. 560, πρβλ. Grote Ἱστ. τῆς Ἑλλ. τ. 3, σ. 228, πρβλ. ἱππεὺς ΙΙ, ἱπποτρόφος.
Greek Monolingual
ἱπποβότης, ὁ (Α)
1. αυτός που τρέφει ίππους
2. στον πληθ. (στη Χαλκίδα και γεν. στην Εύβοια) οἱ ἱπποβόται
ονομασία τών ευγενών, φορέων της ολιγαρχίας («ἡ ἱπποβοτῶν πολιτεία», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -βότης (< βόσκω), πρβλ. αιγιβότης, υοβότης].
Greek Monotonic
ἱπποβότης: -ου, ὁ (βόσκω)·
I. αυτός που εκτρέφει άλογα, σε Ευρ.
II. οι ἱπποβόται στη Χαλκίδα της Εύβοιας ήταν τάξη πολιτών, όπως οι ἱππεῖς στην Αθήνα, Λατ. Equites, «ιππότες», ευγενείς, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἱππο-βότης, ου, βόσκω
I. feeder of horses, Eur.
II. the ἱπποβόται at Chalcis in Euboea were a class, like the ἱππεῖς at Athens, Lat. Equites, the Knights, Hdt.