ὁρκίλλομαι

Revision as of 11:04, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

swear vain oaths, Phot., dub. in Hsch.

Greek Monolingual

ὁρκίλλομαι (Α)
δίνω μάταιους, κενούς όρκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πολλοί έχουν προτείνει τη διόρθωση του τ. σε ὁρκίδδομαι. Κατ' άλλους, όμως, το ρ. έχει παραχθεί από αμάρτυρο ὁρκιλ(λ)ος- (πρβλ. οπτίλλος) < ὅρκος, υποκορ. με μειωτική σημ.].