διόρθωση
ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
Greek Monolingual
η (AM διόρθωσις) διορθώ
1. επαναφορά στο σωστό, αποκατάσταση
2. εξάλειψη τών λαθών εντύπου ή γραπτού
νεοελλ.
1. βελτίωση, καλυτέρευση, διαρρύθμιση
2. το γραπτό ή έντυπο κείμενο για τον έλεγχο και την αποκατάσταση τών σφαλμάτων
3. στρατ. τα στοιχεία με τα οποία έχουν βαθμονομηθεί τα σκοπευτικά όργανα τών πυροβόλων και αναγράφονται στους πίνακες βολής
4. ναυτ. ο υπολογισμός της πραγματικής τιμής ενός στοιχείου με απ' ευθείας παρατήρηση
5. (φωτογρ.) η βελτίωση τών φωτοτύπων για εξάλειψη τών ατελειών
μσν.
1. (για ανθρ.) υπόδειξη
2. (για διαθήκη) ρύθμιση
3. σκευή αλόγου
αρχ.
1. (για οικοδόμημα) ανέγερση, αναστύλωση
2. (για πολίτευμα) μεταρρύθμιση, τροποποίηση
3. τιμωρία, σωφρονισμός
4. σωστή μεταχείριση
5. πληρωμή, εξόφληση χρεών
6. ευτυχές γεγονός, ευτυχής συγκυρία.
Translations
correction
Arabic: تَصْحِيح; Armenian: ուղղում; Belarusian: выпраўленне, папраўка; Bulgarian: поправка, корекция; Catalan: correcció; Chinese Mandarin: 修正, 校正; Crimean Tatar: tüzetme; Dutch: verbetering, correctie; Finnish: korjaus, korjaaminen; French: correction; Galician: corrección; German: Korrektur, Berichtigung, Verbesserung; Ancient Greek: διόρθωσις, ἐπανόρθωμα; Hebrew: תיקון / תִּקּוּן; Hungarian: javítás, helyesbítés, kiigazítás, korrekció; Indonesian: koreksi; Irish: ceartú; Italian: correzione; Japanese: 訂正, 修正; Korean: 정정(訂正), 보정(補正), 수정(修訂); Latin: correctio; Luxembourgish: Korrektur, Verbesserung, Korrektioun; Malay: pembetulan; Norman: corrig'gie; Norwegian Bokmål: korreksjon; Nynorsk: korreksjon; Occitan: correccion; Persian: تصحیح; Portuguese: correção; Romanian: corecție, corectare; Russian: исправление, коррекция, поправка, правка, корректирование; Spanish: corrección; Swahili: marekebisho; Tajik: тасҳеҳ; Ukrainian: виправка, корекція, поправка; Walloon: ricoridjaedje, coridjaedje