ῥοδόπνοος
English (LSJ)
ον, breathing of roses, Ephipp.26.
German (Pape)
[Seite 846] zsgz. ῥοδόπνους, nach Rosen duftend, στρώματα, poet. bei Ath. II, 48 b.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοδόπνοος: -ον, ὁ ἀναδίδων πνοὴν ῥόδων, ὁ ἐκπέμπων εὐωδίαν ῥόδων, Meineke εἰς Κωμ. 5. σ. CXCVI.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. ροδόπνους.