ροδόπνους

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source

Greek Monolingual

-ουν και ῥοδόπνοος, -ον, Α
αυτός που αποπνέει άρωμα ρόδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + -πνους / -πνοος (< πνοή < πνέω), πρβλ. μικρόπνους, ολιγόπνους].