ροδόπνους

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510

Greek Monolingual

-ουν και ῥοδόπνοος, -ον, Α
αυτός που αποπνέει άρωμα ρόδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + -πνους / -πνοος (< πνοή < πνέω), πρβλ. μικρόπνους, ολιγόπνους].