α, ον, dry, Hsch. See also Φρύγιος.
[Seite 1311] dürr, trocken, Hesych.
φρύγιος: [ῡ], -α, -ον, (φρύγω) «ξηρὸς» Ἡσύχ.
-ία, -ον, Α(κατά τον Ησύχ.) ξηρός, στεγνός.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγω + κατάλ. -ιος (πρβλ. πλάγ-ιος)].