ἀντιδοξέω

Revision as of 16:14, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span>(?s)(?!.*<span class="bld">) " to "")

English (LSJ)

=foreg., τινί or πρός τινα. Plb.2.56.1,16.14.4; τιν

German (Pape)

[Seite 251] dasselbe, πρός τινα Pol. 16, 14, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδοξέω: τῷ προηγ., πρός τινα ἢ τινὶ Πολύβ. 2. 56., 1., 16, 14, 4· τινὶ περί τινος Διόδ. 2. 29· ἀντιδοξεῖ Στράβ. 110 (ὡς ὁ Μαδβίγ. αντί, ἄν τι, δόξει δ’).

Spanish (DGE)

ser de opinión contraria o diferente c. dat. y περί y gen. περὶ τῶν μεγίστων θεωρημάτων ἀλλήλοις ἀντιδοξοῦντες D.S.2.29, ἡμῖν περὶ τούτου Sch.Arat.Comm.19.23
tb. c. πρός y ac. πρὸς αὐτούς Plb.16.14.4
abs. ἐν πολλοῖς ἀντιδοξῶν καὶ τἀναντία γράφων αὐτῷ Plb.2.56.1, cf. Boeth.Stoic.3.267.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιδοξέω: высказывать противоположное мнение (τινι Polyb., Diod. и πρός τινα Polyb.).