μύσκλοι
English (LSJ)
σκολιοί, Hsch. II = οἱ πυθμένες τῶν ξηρῶν σύκων, Id. μύσκλον, τό, = μύξα (B), Orib.Syn.6.43. μύσκος, ὁ, Dim. of μῦς, for μυΐσκος, Hdn.Gr.1.148. II μύσκος· μίασμα, κῆδος, Hsch.
σκολιοί, Hsch. II = οἱ πυθμένες τῶν ξηρῶν σύκων, Id. μύσκλον, τό, = μύξα (B), Orib.Syn.6.43. μύσκος, ὁ, Dim. of μῦς, for μυΐσκος, Hdn.Gr.1.148. II μύσκος· μίασμα, κῆδος, Hsch.