ὄρυξις
English (LSJ)
εως, ἡ, rootling, Arist.PA693a16; digging, τοῦ μετάλλου IG42(1).109iii43 (Epid., iii B. C.); τάφρων Plu.Pomp.66 (pl.).
German (Pape)
[Seite 388] ἡ, das Graben, Plut. Pomp. 66; Suid. v. διορυγή.
Greek (Liddell-Scott)
ὄρυξις: ἡ, σκάψιμον, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 10· τάφρων Πλουτ. Πομπ. 66.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de creuser, de fouiller.
Étymologie: ὀρύττω.
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
ὄρυξις: εως ἡ рытье, копание (τάφρων Plut.; τὸ ῥύγχος πρὸς τὴν ὄρυξιν χρήσιμον Arst.).