πυγμά boxing ἄνδρα παρ' Ἀλφειῷ στεφανωσάμενον αἰνέσω πυγμᾶς ἄποινα (O. 7.16) Δόρυκλος δ' ἔφερε πυγμᾶς τέλος (O. 10.67)
πυγμά: ἡ дор. = πυγμή.