Aeol., = ἠλέος dub. in Sapph.110.
ἆλλος = ἠλεός, distraught φθονερὰ δ' ἆλλος ἀνὴρ βλέπων (Lobel, Snell: ἄλλος codd.) (N. 4.39) ]
v. ἠλεός.