ἠλεός
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
English (LSJ)
ἠλεή, ἠλεόν,
A distraught, crazed, φρένας ἠλεέ Od.2.243; in shorter form φρένας ἠλέ (perhaps replacing Aeol. ἆλλε, written αλε), Il.15.128; ἠλεὰ ῥέξας Call.Fr.174, cf. 173: neut. pl., as adverb, foolishly, AP7.639 (Antip.), Call.Aet.3.1.66: Aeol. ἆλλος prob. in Sapph.35, 110, dub. in ἀλλοφρονέω, ἀλλοφάσσω; cf. ἀλοσύνα (s.v. ἠλοσύνη).
2 Act., distracting, crazing, οἶνος Od.14.464.
II ἀλεός [ᾰ], is cited from A. (Fr.410) by Hsch. (ἀλαιός cod.), cf. Hdn.Gr.2.909, EM59.45; cf. ἀλεόφρων· ὁ παράφρων ibid.: ἀλώσσειν· μωραίνειν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1160] (vgl. ἠλός von ἀλάομαι), verw irrt, bethört, φρένας ἠλεέ, irres, bethörtes Sinnes, Od. 2, 243; ἠλεὰ μεμφόμεθα, wir tadeln thöricht, Antip. Sid. 108 (XII, 639). – Akt. den Sinn bethörend, verwirrend, οἶνος Od. 14, 464.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 fou, insensé;
2 qui trouble la raison.
Étymologie: cf. *ἠλός et ἀλάομαι.
English (Autenrieth)
crazed, infatuated, with φρένας, Ο 12, Od. 2.243; in active sense, οἶνος, Od. 14.464.
Greek Monolingual
ἠλεός, -ή, -ὸν και αιολ. τ. ἆλλος, -η, -ον (Α)
1. αυτός που έχει σύγχυση στον νου, μαινόμενος, άφρων, μωρός, ηλίθιος
2. αυτός που διαταράσσει τον νου («οἶνος γὰρ ἀνώγει ἠλεός», Ομ. Οδ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἠλεά
ανόητα, με αφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα ηλάσκω, αλώμαι ενώ η καταλ. -εός κατά τα ετ-εός, κεν-εός. Απαντά ως α' συνθετικό στο ηλέ-ματος, ενώ ο αμάρτυρος αντίστοιχος αιολ. τ. άλλος (< ālyos) απαντά πιθ. ως α' συνθετικό τών αλλο-φρονώ, αλλο-φάσσω(κατ' άλλη άποψη πρόκειται για την αόρ. αντων. άλλος) Αβέβαιη είναι και η σχέση του με το επίρρ. ήλιθα «παράλογα». Πιθ. ήλιθα < ήλιθος < ηλεός, η προέλευση όμως τών -ι- και -θ- δεν ερμηνεύεται ικανοποιητικά].
Greek Monotonic
ἠλεός: -ή, -όν (ἀλάομαι),
1. πλανημένος, άφρων, ανόητος, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης με αποκοπή ἠλέ, σε Ομήρ. Ιλ.· ἠλεά ως επίρρ., ανόητα, με άμυαλο τρόπο, σε Ανθ.
2. Ενεργ., αυτός που επιφέρει μανία, που διαταράσσει τη νοητική ισορροπία· οἶνος, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἠλεός:
1 безрассудный, безумный (φρένες Hom.);
2 лишающий рассудка, помрачающий сознание (οἶνος Hom.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: distraught, crazed
Other forms: Voc. also ἠλέ (Il.); ἀλεός (-αι- cod.) ὁ μάταιος, ἄφρων. Αἰσχύλος H., ἀλεόφρων παράφρων H. Denomin. verb ἀλεώσσειν μωραίνειν H. Adj.-abstract ἠλοσύνη (Nic., late. Epic.; s. Pfeiffer Philol. 92, 1ff., 8, A. 14), Aeol. ἀλοσύνα (Theoc. 30, 12), prob. metric. for ἠλεο-, ἀλεο-.
Derivatives: Beside it ἤλιθα adv. 1. very much, exceedingly (Hom., always ἤλιθα πολλή(ν); A. R.; on the development of the meaning Bq 320 n. 2), 2. in vain, to no purpose (Call., A. R.); the formation has in the local and temporal adv. in -θα (ἔνθα, δηθά, μίνυνθα) and in the numer. adv. διχθά a. o. an incomplete parallel. From here ἠλίθιος (Dor. ἀλ-) idle, vain, foolish (Pi., IA; hελιθιον adv. IG 12, 975 [VIa]) with ἠλιθι-ώδης (Philostr.), -ότης (Att.), -όω (A.), -άζω (Ar.). - Here prob. also ἠλέματος (Aeol. Dor. ἀλ-) idle, foolish (Sapph., Alk., Theoc.)?
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation unclear, improbable Bechtel Dial. 1, 44 (haplological for *ἠλεμόματος). - Difficult is the analysis of the verbs ἀλλο-φρονέω be senseless (Hom., Hdt.) and ἀλλο-φάσσω to be delirious (Hp.). Acc. to Fick, followed by Bechtel Lex. s. ἀλλοφρονέω, ἠλεός and Leumann Hom. Wörter 116 n. 82, the 1. member has an Aeolic variant of ἠλεός, i. e. *ἆλλος < *ἀλι̯ος (from where the vok. *ἆλλε = ἠλέ Ο 128); cf. ἀλεό-φρων above. Later it was derived from ἄλλος (thus Hdt. 7, 205). As the medical expression ἀλλοφάσσω cannot be Aeolic, it must have been formed after ἀλλοφρονέω or contain the pronom. ἄλλος; s. Leumann Hom. Wörter 309 n. 82. Formed like ἐνεός, κενεός, ἐτεός a. o., ἠλεός recalls ἠλάσκω, ἀλάομαι, but further has no cognate. Not to Dor. *ἀλεά (WP. 1, 88, after Prellwitz BB 20, 303) in Lat. ālea game with dices. - The variants ἠλεός, ἀλαιός (H.) point to a noun in -ay-(os), with ay > ey > e; Beekes, Pre-Greek, suffixes s.v. 6. αι/ει. Also the suffix -ιθ- is Pre-Greek (Beekes, Pre-Greek suff.) The form αλλ(ο)- seems derived from *aly(o)- with palatal. -l- which gave λλ; but I do not know what the relation was between alay- and aly-. Or does it derive from *alyo-, a reduced form of *alayo-? I have no opinion on ἠλεματος.
Middle Liddell
ἠλεός, ή, όν ἀλάομαι
1. astray, distraught, crazed, Od.; also in apocop. form ἠλέ, Il.: ἠλεά as adv. foolishly, Anth.
2. act. distracting, crazing, οἶνος Od.
Frisk Etymology German
ἠλεός: {ēleós}
Forms: Vok. auch ἠλέ (ep. seit Il.); ἀλεός (-αι- cod.)· ὁ μάταιος, ἄφρων. Αἰσχύλος H., ἀλεόφρων· παράφρων H. Denominatives Verb ἀλεώσσειν· μωραίνειν H. Adj.-abstraktum ἠλοσύνη (Nik., spät. Epiker; s. Pfeiffer Philol. 92, 1ff., 8, A. 14), äol. ἀλοσύνα (Theok. 30, 12), wohl metrisch für ἠλεο-, ἀλεο-.
Meaning: verwirrt, töricht,
Derivative: Daneben ἤλιθα Adv. 1. übermäßig, gewaltig (Hom., immer ἤλιθα πολλή(ν); A. R., Nik., Man.; zur Bedeutungsentwicklung Bq 320 A. 2), 2. umsonst, vergebens (Kall., A. R., Nik.); die Bildung hat in den lokalen und temporalen Adv. auf -θα (ἔνθα, δηθά, μίνυνθα) ebenso wie in den Zahladv. διχθά u. a. ein unvollkommenes Gegenstück. Davon ἠλίθιος (dor. ἀλ-) eitel, vergeblich, dumm, einfältig (Pi., ion. att.; hελιθιον Adv. IG 12, 975 [VIa]) mit ἠλιθιώδης (Philostr.), -ότης (att.), -όω (A.), -άζω (Ar.). — Hierher noch ἠλέματος (äol. dor. ἀλ-) eitel, töricht (Sapph., Alk., Theok., A. R., Kall. u. a.);
Etymology: Bildung unklar, nach Bechtel Dial. 1, 44 haplologisch für *ἠλεμόματος. — Schwierig bleibt die Beurteilung der Verba ἀλλοφρονέω von Sinnen sein, bewußtlos sein (Hom., Hdt., Hp., Theok.) und ἀλλοφάσσω irre reden (Hp.). Nach Fick, dem Bechtel Lex. s. ἀλλοφρονέω und ἠλεός und Leumann Hom. Wörter 116 A. 82 zustimmen, steckt im Vorderglied eine äolische Entsprechung von ἠλεός, d. h. *ἆλλος aus *ἀ̄λι̯ος (wovon der Vok. *ἆλλε = ἠλέ Ο 128); vgl. ἀλεόφρων oben. Später wäre es als ἄλλος aufgefaßt (so Hdt. 7, 205). Da der medizinische Ausdruck ἀλλοφάσσω nicht äolisch sein kann, muß er entweder nach ἀλλοφρονέω gebildet sein oder das Pronominale ἄλλος enthalten; vgl. Leumann Hom. Wörter 309 A. 82. Wie ἐνεός, κενεός, ἐτεός u. a. gebildet, erinnert ἠλεός an ἠλάσκω, ἀλάομαι (und ἀλαός?), ist aber sonst ohne Entsprechung. Eine Entlehnung aus dor. *ἀ̄λεά wird von WP. 1, 88 (nach Prellwitz BB 20, 303) in lat. ālea Würfelspiel, Würfel (eig. "die Verwirrte, Törichte"?) vermutet.
Page 1,629-630