ἁνία

Revision as of 11:45, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

English (LSJ)

Doric for ἡνία¹ and ἡνία².

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἡνία.

English (Slater)

ἁνῐα (ἡ) pl.,
   1 reins ἀκηράτοις ἁνίαις (P. 5.32) χεῖρα · τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ' ἁπάσαις ἁνίαις with full rein (I. 2.22)
ἁνῐα (τά) reinsἁνία τ' ἀντ ἐρετμῶν δίφρους τε νωμάσοισιν” (P. 4.18) ἁνία τ' ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ ἐθέλω ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ (I. 1.15)

Spanish (DGE)

v. ἡνία.

Greek Monotonic

ἁνία: Δωρ. αντί ἡνία.

Russian (Dvoretsky)

ἁνία: (ᾱν) ἡ дор. = ἡνία.

Middle Liddell

[doric for ἡνία
a rein.