διακολλάω

Revision as of 10:00, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

English (LSJ)

glue together, Luc.Ind.16:—Pass., λίθῳ διακεκολλημένος formed of stones morticed together, Id.Hipp.6.

German (Pape)

[Seite 582] verleimen, verkitten, διάδρομος λίθῳ διακεκολλημένος Luc. Hipp. 6.

Greek (Liddell-Scott)

διᾰκολλάω: συγκολλῶ, Λουκ. Ἀπαιδ. 16. -Παθ., λίθῳ διακεκολλημένος, κατεσκευασμένος διὰ λίθων συγκεκολλημένων διὰ κονίας, ὁ αὐτ. Ἱππ. 6.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
coller l'un contre l'autre ; λίθῳ διακεκολλημένος LUC formé de plaques de marbre reliées entre elles par du ciment.
Étymologie: διά, κολλάω.

Spanish (DGE)

1 encolar, pegar τὰ βιβλία Luc.Ind.16
fig. poner seguido, unir de un centón διακολλῶν τὴν συμβολὴν τῶν ῥημάτων Gr.Nyss.Eun.2.128, cf. 3.5.24.
2 revestir con una decoración en v. pas. διάδρομος Νομάδι λίθῳ διακεκολλημένος un corredor revestido con mármol númida Luc.Hipp.6, cf. POxy.3473.12 (II d.C.).

Greek Monotonic

διᾰκολλάω: μέλ. -ήσω, συγκολλώ, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

διακολλάω: склеивать (τὰ βιβλία Luc.): λίθῳ διακεκολλημένος Luc. выложенный каменными плитами.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-κολλάω aan elkaar lijmen:. λίθῳ διακεκολλημένος met marmer bekleed Luc. 3.6.

Middle Liddell

fut. ήσω
to glue together, Luc.