Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
δίδωμι, δέρω, διακολλάω, ἀνακολλάω, ἐγκροτέω, ἀλοάω, ἐγκολλάω