διαλογιστική

Revision as of 10:05, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

French (Bailly abrégé)

(ἡ) :
s.e. τέχνη ou δύναμις;
l'art ou la faculté de raisonner.
Étymologie: διαλογίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

διαλογιστική: ἡ (sc. τέχνη или δύναμις) искусство или способность рассуждать Plut.