ἀντιστρόφως
French (Bailly abrégé)
adv.
à l'encontre de, contrairement à, dat. ou gén..
Étymologie: ἀντίστροφος.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιστρόφως: соответственно, подобно (τινί Plat. и τινός Luc.): τὸ κατ᾽ ἀξίαν ἀ. ἀποδιδόναι Plut. воздавать друг другу по заслугам.