ἀντιστρόφως
Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
French (Bailly abrégé)
adv.
à l'encontre de, contrairement à, dat. ou gén..
Étymologie: ἀντίστροφος.
Spanish
de forma correspondiente, de través, en forma en que puede haber conversión lógica, en forma inversa, en forma recíproca, en posición inversa
Russian (Dvoretsky)
ἀντιστρόφως: соответственно, подобно (τινί Plat. и τινός Luc.): τὸ κατ᾽ ἀξίαν ἀ. ἀποδιδόναι Plut. воздавать друг другу по заслугам.
Translations
inversely
Bulgarian: обратно; Finnish: käänteisesti; French: inversement; German: umgekehrt; Greek: αντίθετα, ανάποδα, αντίστροφα; Ancient Greek: ἀλλάξ, ἀνάπαλι, ἀνάπαλιν, ἀναστρόφως, ἀναστροφίως, ἀνεστραμμένως, ἀντεστραμμένως, ἀντιπεπονθότως, ἀντιστρόφως, ἔμπαλιν, ἐνηλλαγμένως; Spanish: inversamente