ἀμφορείδιον
English (LSJ)
(not -ίδιον), τό, Dim. of ἀμφορεύς, Ar.Pax202, al.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφορείδιον: (οὐχὶ -ίδιον), τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Ἀριστοφ. Εἰρ. 202, κτλ.
Spanish (DGE)
-ου, τό
ánfora pequeña Ar.Pax 202, Ec.1119, Poll.10.30.
Greek Monolingual
ἀμφορείδιον, το (Α) ἀμφορεύς
(υποκοριστικό του ἀμφορεύς), μικρός αμφορέας, κανατάκι.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφορείδιον: τό небольшая амфора Arph.