αμφορέας
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
Greek Monolingual
ο (Α ἀμφορεύς) αγγείο με μικρό στόμιο και δυο λαβές (αφτιά), κατασκευασμένο από πηλό, χαλκό, χρυσό ή πέτρα, στο οποίο φυλάσσονταν ή μεταφέρονταν υγρά (κρασί, γάλα κ. λ. π.) ή τροφές (τουρσιά κ.ά.)
αρχ.
1. νεκρική κάλπη για την εναπόθεση της τέφρας τών νεκρών
2. μέτρο υγρών (μετρητής)
3. μέτρο χρόνου (κλεψύδρα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιφορεύς (< ἀμφι- + φορεὺς < φέρω, αρχ. σημ. «ο φερόμενος κι από τις δύο πλευρές, με δύο λαβές» με αποκοπή της συλλαβής –φι- κατά συλλαβική ανομοίωση ή απλολογία. Πρωτοαπαντά (στην πλήρη του μορφή) σε πινακίδες της Μυκηναϊκής (βλ ἀμφιφορεύς)
ΠΑΡ. αμφορίσκος, αμφορίτης
(αρχ) ἀμφορείδιον μσν.-νεοελλ. αμφορικός.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμφορεοφόρος].