θεωρητήριον

Revision as of 11:00, 13 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

English (LSJ)

τό, seat in a theatre, Plu.CG12 (pl.), CIG2782.20 (Aphrodisias).

German (Pape)

[Seite 1205] τό, ein Ort, Platz, von dem aus man einem Schauspiele zusieht, Plut. C. Gracch. 12 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θεωρητήριον: τό, ἑδώλιον ἐν τῷ θεάτρῳ, Πλούτ. Γ. Γράκχ. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 2782. 20.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
place au théâtre.
Étymologie: θεωρέω.

Greek Monolingual

θεωρητήριον, τὸ (Α) θεωρώ
κάθισμα, εδώλιο στο θέατρο.

Greek Monotonic

θεωρητήριον: τό (θεωρέω), εδώλιο στο θέατρο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

θεωρητήριον: τό место, с которого смотрели театральные представления, трибуна для зрителей (θεωρητήρια κύκλῳ κατασκευάσαι Plut.).

Middle Liddell

θεωρητήριον, ου, τό, θεωρέω
a seat in a theatre, Plut.