Κηφίσιος

Revision as of 05:53, 16 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

Dor. Καφίσιος, ὁ (sc. μήν), name of month at Cos, SIG 953.27 (ii B.C.).

Greek Monolingual

Κηφίσιος, δωρ. τ. Καφίσιος, -ία, -ον (Α) Κηφισός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κηφισό
2. το αρσ. ως ουσ.Κηφίσιος (ενν. μήν)
ονομασία ενός μήνα στην Κω.

Russian (Dvoretsky)

Κηφίσιος: дор. Κᾱφίσιος 3 (φῑ) кефисский Pind.