κυκύϊζα

Revision as of 15:05, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

γλυκεῖα κολόκυντα, and κύκυον· τὸν σικυόν, Hsch.; cf. Lat. cucumis.

Greek (Liddell-Scott)

κυκύϊζα: «γλυκεῖα κολόκυντα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κυκύϊζα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «γλυκεῖα κολόκυντα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι γλώσσες του Ησυχίου κυκύϊζα και κύκυον είναι αβέβαιης ετυμολ. Προβληματική η σύνδεσή τους με το σικυός «αγγούρι». Κατ' άλλη άποψη, συνδέονται με το λατ. cucumis «αγγούρι»].