ὑληματικός
English (LSJ)
ή, όν, belonging to the class of ὕλημα, Thphr. CP 6.11.10.
German (Pape)
[Seite 1177] zum Vorigen gehörig, Theophr.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ὕλημα, -ατος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα υλήματα («καὶ ἐνίων ὑληματικῶν ὧν αἱ μὲν ῥίζαι γλυκεῖαι τὰ δὲ ὑπὲρ γῆς οὐχ ὅμοια», Θεόφρ.).