ὕλημα
English (LSJ)
[ῡ], ατος, τό, (ὕλη) mostly in plural, woody plants, especially of shrubs, bushes (including τὰ φρυγανικὰ καὶ θαμνώδη), Thphr. HP 1.5.3 (cj. for κλήματα), cf. 1.6.7, 1.10.6, 3.3.6; opp. δένδρα and ποώδη, ib. 4.4.5: sg., ib.9.16.4:—hence ὑληματικός, ή, όν, belonging to the class of ὕλημα, Id.CP6.11.10.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
broussailles, taillis.
Étymologie: ὕλη.
Greek (Liddell-Scott)
ὕλημα: τό, (ὕλη) ὑλήματα λέγονται, ὁ κάλαμος, ὁ νάρθηξ καὶ τὰ ὅμοια, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 2· προσέτι: τὸ κενταύριον, τὸ ἀψίνθιον, παρὰ τῷ αὐτῷ 4. 5, 1· συνάπτεται τοῖς φρυγανικοῖς καὶ θαμνώδεσι, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 3 ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ δένδρα καὶ ποώδη, αὐτόθι 4. 4, 5, πρβλ. 9. 16, 4· - ἐντεῦθεν ὑληματικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τάξιν τῶν ὑλημάτων, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 10.
Russian (Dvoretsky)
ὕλημα: ατος τό кустарник Plut.
German (Pape)
τό, Gebüsch, Strauchwerk, Reisig, bes. die Klasse der Gewächse, die zwischen θάμνος und βοτάνη stehen, Theophr.; – andere Spätere überhaupt Stoff, Masse.