κέρδος, Hsch.
(I)Α(κατά τον Ησύχ.) «κέρδος». (II)-η, -ον, ΜΑ1. στυφός2. μτφ. σοβαρός, αυστηρός.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του στυφός με αλλαγή τόνου].